Πρωτοχρονια, Λιμπέρια. Εδω χωριζουν οι δρομοι μας. Τελος οι γυροι. Εσεις εκει, εγω αλλου, αυτοι παραπερα. Φιλιά.
Μπαινω στο καραβι. «Μην αφησεις τις αποσκευες απ' τα ματια σου!». Ενταξει, δεν θα τις αφησω. Κι αν πρεπει να παω τουαλετα; Τελος παντων, η βαλιτσα δεν χανεται, ο σακος ομως κομματι του σωματος.
Ξεκινησε. Τι αργο... Ποτε θα φτασουμε ετσι; Στο καραβι ολοι ντοπιοι και οικογενειες. Μονο εγω ειμαι ο ξενος; Και μονος; Ο μονος μονος;
Φτασαμε. Τι λιμανι... Πρεπει να ειχε γινει μια πυρκαγια παλιοτερα. Η μουσικη μας ειναι στο τερμα. Johnny, la gente está muy loca. Ενταξει, μας ακουσε ολο το λιμανι και η πλαγιά. Αντε, ας στριμωχτουμε στη σκαλα να δουμε που θα παμε. (αυτα τα δυο μαναρια πού πανε αραγε; δε φαινεται να παν στο ιδιο μερος με μενα, για σκηνη τις βλεπω... μαλλον αμερικανες ή ευρωπαιες. Μπα; μου χαμογελασε η μια...)
Αραγε θα ερθει να με παρει κανεις; Ας παμε με το πληθος. Ας βγουμε απο το σταθμο. Α, να, καποιος με περιμενει. Ωρε, πού παω;...