Συνηθίζω να ακούω ηλεκτρονική μουσική στο σκοτάδι ή στο ημίφως. Οπότε η καταλληλότερη ώρα είναι στο κρεββάτι, την νύχτα, λίγο πριν κοιμηθώ.
Έτσι έκανα και την πρώτη φορά που άκουσα προσεκτικά το «Φρουρά επί Φρουράς»: έβαλα τα ακουστικά, μπήκα στο κρεββάτι, πήρα την Υψικάμινο και πάτησα το play. Ένιωσα πολύ δυσάρεστα συναισθήματα διαβάζοντας το ομώνυμο ποίημα του Εμπειρίκου και ακούγοντας την μουσική: «η τρομερή ιστορία», ο «όλεθρος», η χαμηλή χορωδία, οι κραυγές της γυναίκας και τα παγωμένα μεσάνυχτα με κατατρόμαξαν. Που σημαίνει ότι μάλλον πρέπει να αλλάξω συνήθειες...
Το κομμάτι αρχίζει με ψηλούς σύντομους ήχους που επαναλαμβάνονται γρήγορα· η πρώτη φωνή σε ίσα, οι προστιθέμενες φωνές σε άνισα χρονικά διαστήματα. Έτσι, δημιουργείται ένα σύννεφο από ψηλούς ήχους που θυμίζει —αρκετά κραυγαλέα— τις σταλαγματιές από το ποίημα. Μάλιστα, η ηχοχρωματική του καθαρότητα μού θυμίζει τα διαμάντια. Το σύννεφο αυτό θα συνεχίσει ως το τέλος. Θα αλλάζει ηχόχρωμα, άλλοτε προς το μεταλλικότερο, άλλοτε προς το ρομποτικότερο (εννοώ τους ρομποτικούς ήχους από τις ταινίες της δεκαετίας του 60).
Σύντομα (45'') εισάγεται ένα στρώμα χαμηλών κρατημένων ήχων που μοιάζει με πολύ χαμηλή χορωδία ή σαν ήχος ομιλίας στην οποία μειώθηκε εκ των υστέρων η ταχύτητα —και συνεπώς έπεσε το τονικό ύψος [στη συνέχεια θα αναφέρομαι σ'αυτό ως «χορωδία»]. Αυτή η χαμηλή χορωδία έχει κάτι το πολύ υποβλητικό. Παραμορφώνεται με φίλτρα και στη συνέχεια προστίθεται και ένα ρυθμικό μπάσσο που σηματοδοτεί τον χρόνο, το οποίο σιγά σιγά υποχωρεί.
Στο 2'18'' η χορωδία φτάνει σε ένα πλατώ και προστίθενται έγχορδα pizzicato που παίζουν ρυθμικά επαναλαμβανόμενα όχι ταυτόχρονα για λίγο μια συγχορδία και στη συνέχεια —μετά από ένα χτύπημα col legno— ένα μικρό κλάστερ και η ηχογράφησή τους τεντώνεται κάθε φορά προοδευτικά ώστε να χάνουν τονικό ύψος και ταυτόχρονα να κάνουν ritenuto (φανταστείτε ότι παίζει το πικάπ και ξαφνικά κόβεται το ρεύμα (υπάρχει μια ανάλογη σκηνή με την Βλαχοπούλου που κάνει play back)). [Στη συνέχεια θα αναφέρομαι σ' αυτήν την τεχνική ως gliss.-rit.]
Ακολουθούν πάλι πιτσικάτι (περισσότερα αυτή τη φορά), ένα χτύπημα col legno (πιο ψηλά αυτή τη φορά) και άλλες 2 κατιούσες η μία από πολλά πιτσικάτι και η άλλη από αργούς ρομποτικούς ήχους όπου εφαρμόζεται το σχήμα του gliss.-rit. στο οποίο προαναφέρθηκα.
Στο σημείο αυτό υπενθυμίζω ότι έχουμε 3 στρώματα: την χορωδία στο μπάσσο, τις κατιούσες καμπύλες gliss.-rit. και το σύννεφο ψηλά. Το σύννεφο το ξεχάσαμε όταν άρχισε η δράση με τη χορωδία. Τη χορωδία την ξεχάσαμε στο πλατώ της, όταν άρχισαν τα gliss.-rit.
Με το που τελειώνει το τελευταίο gliss.-rit. η χορωδία κάνει gliss. προς τα πάνω, προς τα κάτω, προς τα πάνω και εξαφανίζεται. Παραμένει όμως στο μεταξύ ένας πολύ χαμηλός και σιγανός ήχος απ' αυτήν. Με τα gliss. αυτά εμφανίζεται μία γυναικεία φωνή που μιλά με δυσκολία, σα να συλλαβίζει, σαν να βγήκε από γιαπωνέζικο θέατρο, ή σαν να μιλά ανάποδα και σα να θρηνεί. Πάντως είναι πολύ φορτισμένη αρνητικά. Αφού τελειώσει, το σύννεφο γίνεται δίφωνο, ακούμε ένα κατιόν gliss. (η φωνή;) και με το τέλος του τελειώνει και η χορωδία. Οι σταλαγματιές γίνονται μονόφωνες κι έτσι τελειώνουν συμμετρικά σε σχέσει με την αρχή (4'55΄).
Πρόκειται για ένα αρκετά αξιόλογο έργο. Άρτιο τεχνικά και αρκετά υποβλητικό. Η υποβλητικότητά του προκύπτει από το γεγονός ότι στο κομμάτι αυτό τα διάφορα γεγονότα ούτε εντελώς αφηρημένα είναι αλλά και θυμίζουν κάτι χωρίς όμως να είναι αυτό που θυμίζουν. Οι στάλες δεν είναι ακριβώς στάλες, η χορωδία είναι σαν χορωδία, η φωνή είναι σαν να λέει κάτι. Βρισκόμαστε μεταξύ συγκεκριμένου και αφηρημένου με αποτέλεσμα να ανοίγεται η πόρτα στην φαντασία.
Οι ρυθμικές ασυγχρονίες του συννέφου και των πιτσικάτι, και επιπλέον η τονική (δηλ. στο επίπεδο του τονικού ύψους) κίνηση των πιτσικάτι θυμίζουν έντονα τεχνικές του Λίγκετι από την 2η περίοδό του. Δεν είναι το ίδιο, είπα, θυμίζουν. Αυτό δεν είναι κακό, διότι ο Δημήτρης κάνει εντελώς διαφορετική χρήση, πάντως θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν ότι αυτά έχουν γίνει κατά κάποιον τρόπο πατέντα του Γκιώργκη, δηλαδή δεν είναι εύκολο να τον βγάλεις από το μυαλό ακόμα και με διαφορετική χρήση.
Το κομμάτι έχει σαφέστατη δομή στο χρόνο και στην διαστρωμάτωσή του. Βέβαια, ο χειρισμός του συσχετισμού των τριών στρωμάτων είναι κάπως απλός. Δεν ξέρω πώς βρέθηκαν όλα αυτά μαζί. Θα μπορούσαμε να πάρουμε την χορωδία ή το σύννεφο και να φτιάξουμε ένα άλλο κομμάτι. Δεν λέω ότι δεν κολλάνε, κολλάνε, αλλά είναι τόσο εύπλαστα που ίσως κολλάνε παντού. Μου φαίνεται δηλαδή ότι στη συνθετική διαδικασία δεν συνελλήφθη εξ αρχής το έργο (στα τρία στρώματά του) στο σύνολό του, με όλες τις ιδιότητες (ανά στρώμα) και στη συνέχεια η εργασία ήταν η πραγματοποίηση της ιδέας, αλλά ότι προέκυψε ως αποτέλεσμα πειραμάτων, δοκιμών —πράγμα όχι ασύνηθες στην ηλεκτρονική μουσική.
Αυτό πάντως που εγώ θεωρώ κεφαλαιώδες λάθος στο κομμάτι είναι η φωνή στο τέλος. Η συναισθηματική της βαρύτητα είναι τόση που απορροφά ό,τι ακούσαμε ως εκείνη την στιγμή. Μετά την λήξη του κομματιού αυτό που μένει στη μνήμη δεν είναι ούτε το σύννεφο, ούτε η χορωδία ούτε τα πιτσικάτι, αλλά εκείνη η τραγική φωνή για την οποία δεν ξέραμε τι έλεγε και για τι.
Ασαφής παραμένει και η σχέση του κομματιού με το ποίημα του Εμπειρίκου (δεν ξέρω άλλο έργο με τίτλο «Φρουρά επί φρουράς»). Οι σταλαγματιές είναι μια ιδέα που προφανώς σχετίζεται με το ποίημα, τα άλλα όμως συνδέονται πιο πολύ με την αίσθηση του ποιήματος παρά άμεσα με τις εικόνες του. Ελπίζω η φωνή στο τέλος να μην συμβολίζει τον όλεθρο και την νεαρή ψυχοπαραδερμενοπούλα! Μάλλον στην περίπτωση αυτή το ποίημα αποτέλεσε έναυσμα έμπνευσης παρά αντικείμενο σχολιασμού η περιγραφής (με εξαίρεση τις στάλες) από την μουσική. Όμως, ακόμα κι έτσι, όταν το διαβάζω έχω την εντύπωση πως μόνο ορισμένα χωρία του ερέθισαν τον συνθέτη και όχι το ποίημα ως ολότητα. Όμως έχουμε την τιμή, ο συνθέτης να είναι αναγνώστης του μπλογκ ετούτου, έτσι θα λύσει ο ίδιος όλες τις απορίες μας!
Το έργο μπορείτε να το ακούσετε από την επίσημη σελίδα του Δημήτρη.